- αἴνιξις
- αἴνιξις, ἡ,A use of dark sayings,
δι' αἰνίξεως λέγεσθαι Plot.6.8.19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δι' αἰνίξεως λέγεσθαι Plot.6.8.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αίνιξις — αἴνιξις, η (Α) [αἰνίσσομαι] χρησιμοποίηση ασαφών, αινιγματικών εκφράσεων ή υπαινιγμών στον λόγο ή στο γράψιμο … Dictionary of Greek
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
αἰνίξεως — αἰνίξεω̆ς , αἴνιξις use of dark sayings fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)